χλούνην

χλούνην
χλούνης
wild boar
masc acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χλούνης — ου, ὁ, Α 1. ως επίθ. α) (επικ. τ.) χαρακτηρισμός αγριόχοιρου («ἡ δὲ χολωσαμένη... ὦρσεν ἐπὶ χλούνην σῡν ἄγριον ἀργιόδοντα», Ομ. Ιλ.) β) αυτός που βγάζει αφρούς από το στόμα, ἀφριστής* γ) χλοεύνης* δ) ευνουχισμένος ε) ερημικός 2. ως ουσ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”